Οι τρεις Ιεράρχες

three-hierachs-

Με την ονομασία Τρεις Ιεράρχες αναφέρονται τρεις επιφανείς άγιοι και θεολόγοι της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Θεολόγος. Αναδείχθηκαν πατέρες της Εκκλησίας και άγιοι. Η σοφία και η δράση τους τους έδωσε τον τίτλο των μεγίστων φωστήρων, όπως ψέλνεται και στο τροπάριό τους: «Τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος…».

Η εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιερώθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα και στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου ή του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού από τον μητροπολίτη Ευχαΐτων, Ιωάννη Μαυρόποδα, ο οποίος συνέθεσε τμήμα τουλάχιστον της ακολουθίας για τους τρεις αγίους της Εκκλησίας. Στην ακολουθία, ο Μαυρόπους υμνεί τη σημασία του έργου και την ποιότητα της δράσης τους, και τονίζει τη σχέση της τριανδρίας με τον τρισυπόστατο Θεό για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι απαρχές της εορτής πρέπει να εντοπισθούν σε μια περίοδο «διανοητικού αναβρασμού». Είναι η εποχή που ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος αναδιοργάνωνε τη Νομική Σχολή της Κωνσταντινούπολης η οποία κατάρτιζε τα μελλοντικά στελέχη της Βυζαντινής διοίκησης, στελεχώνοντας τη Σχολή με λόγιους, όχι αριστοκρατικής καταγωγής.

Οι τρεις άγιοι εμφανίζονται μαζί το 1066 στο Ψαλτήριο Θεοδώρου και σε όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα όλο και πιο συχνά σε εικονογραφημένα χειρόγραφα. Στα Ευχάιτα πρέπει να καθιερώθηκε για πρώτη φορά η εορτή όταν ήταν εκεί ο Μαυρόποδας μητροπολίτης.

Η μνήμη των Τριών Ιεραρχών έρχεται να συμβολίσει μεταφορικά την Αγία Τριάδα και τον ρόλο των τριών πατέρων στη διαμόρφωση του τριαδικού δόγματος και να υποδηλώσει τα όρια προσέγγισης του ελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού.

Καθένας έχει τη δική του γιορτή, αλλά και τους τρεις μαζί τους γιορτάζουμε στις 30 Ιανουαρίου, γιατί έχουν πολλά κοινά γνωρίσματα:

  • Έζησαν απλή ζωή χωρίς πολυτέλειες.
  • Αφιέρωσαν τη ζωή τους στους φτωχούς συνανθρώπους τους και στους δυστυχισμένους. ήταν και οι τρεις σοφοί.
  • Αγάπησαν τα γράμματα και τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων.

Έγιναν μεγάλοι – πολύ μεγάλοι – δάσκαλοι, πραγματικοί φωστήρες. Αλλά και σπουδαίοι ρήτορες. Για τη σοφία τους και την καλοσύνη τους, ο λαός τους εκτιμούσε και τους αγαπούσε. Τι κι αν πέρασαν τόσα χρόνια από τότε που έζησαν. Το παράδειγμά τους είναι πάντα νέο, πάντα φωτεινό για να μας δείχνει το δρόμο.

  • «Όπως οι μέλισσες διαλέγουν το νέκταρ από τα λουλούδια, έτσι κι εσείς να διαλέγετε αυτά που διαβάζετε. Να κρατάτε τα  καλά και τα ωφέλιμα», έλεγε ο Μέγας Βασίλειος. Έγραψε πολλά βιβλία. Ίδρυσε τη Βασιλειάδα – σχεδόν μία ολόκληρη πόλη – με νοσοκομείο, πτωχοκομείο, γηροκομείο, λεπροκομείο, σχολείο και ξενώνα.
  • «Πώς το καταλαβαίνετε, να έχετε εσείς περισσεύματα και ο άλλος να πεινά;» έλεγε Γρηγόριος ο θεολόγος που είχε ευαίσθητη ψυχή. Έγραψε πολλά ποιήματα και επονομάστηκε «θεολόγος» , γιατί τα κηρύγματα και τα γραπτά του στερέωσαν την ορθόδοξη πίστη.
  • «Ένας και μόνο άνθρωπος με θεϊκή φωτιά στην καρδιά μπορεί να διορθώσει ολόκληρη πόλη», έλεγε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, το κήρυγμά του οποίου  ήταν κάτι το εξαιρετικό. Όταν κήρυττε ήταν σαν να έτρεχε χρυσάφι από το στόμα του. Μοίραζε φαγητό σε 7.000 φτωχούς κάθε μέρα.

Δείτε εδώ ένα παλαιότερο άρθρο για τον Μέγα Βασίλειο.

Στοιχεία από την πνευματική βιογραφία του οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου (Β΄μέρος)

υπό του Ιερομονάχου Παϊσίου Αγιορείτου,

πνευματικού Ιεράς Μονής Αγίου Ιλαρίωνος

Όλοι, όλοι ανεξαρτήτως βοηθήθηκαν. Μεγάλοι και μικροί, απλοί και σοφοί, πλούσιοι και πτωχοί, κοσμικοί και μοναχοί, πονεμένοι και μη. «Τοῖς πᾶσι ἐγίνετο τά πάντα, ἵνα τούς πάντας σώση» (Α΄ Κορ. θ, 22).

Άγιος Παΐσιος, έργο δια χειρός Κωνσταντίνου Ξενόπουλου

Άγιος Παΐσιος, έργο δια χειρός Κωνσταντίνου Ξενόπουλου

Συνέπασχε με τους αμαρτωλούς, όταν έβλεπε μετάνοια και συντριβή. «Μου έρχεται να τους φιλήσω τα πόδια» έλεγε, και τους έδινε κουράγιο. Ήταν άμετρα συγκαταβατικός σε όσους δικαιολογούσαν το σφάλμα τους, όσο μικρό και αν φαινόταν.

Όταν έβλεπε ότι η αιτία κάποιας ασθένειας ήταν η αμαρτία, πρώτα τους οδηγούσε στην μετάνοια-εξομολόγηση και κατόπιν τους θεράπευε. Μερικούς τους σταύρωνε με το χέρι του και αμέσως αφανίζονταν οι κακοί λογισμοί. Άλλους τους σταύρωνε με το λειψανάκι του Αγίου Αρσενίου ή τους έδινε αγιασμό από τον Άγιο και ευθύς θεραπεύονταν. Σε κάποιον που είχε πρόβλημα το χέρι του, τον συμβούλευε να το ακουμπήσει στην κάρα του Αγίου, για να αποκατασταθεί, και πρόσθετε: «ή πιστεύουμε ή δεν πιστεύουμε!». Πόση ήταν η πίστη και η ευλάβειά του στον Άγιό του!

Η αγνή του αγάπη εξάγνιζε τις ψυχές μας και η ειρήνη που μετέδιδε τις απάλυνε και αποσοβούσε μακράν κάθε ταραχή. Ενώ είχε την κατά Θεόν παρρησία, προσήρχετο ενώπιόν Του με μεγάλη συστολή ως ο πλέον αμαρτωλός. Κάποτε που του πονούσε το μάτι πολύ και δεν άντεχε, κατέφυγε στην Παναγία. Πήρε λίγο λαδάκι από το καντήλι της και σταύρωσε το πονεμένο μάτι. Δεν θεραπεύθηκε όμως, αν και το επανέλαβε τρεις φορές. Πήγε μετά για τέταρτη φορά με πολλή συντριβή και συστολή λέγοντας και με το σχήμα και με τα λόγια: «Συγχώρεσέ με, Παναγία μου, θα σ’ ενοχλήσω πάλι, αλλά δεν αντέχω». Άλειψε τότε ξανά με το λαδάκι της το μάτι του και αμέσως θεραπεύθηκε!

Στους ιερείς συνιστούσε να έχουν φόβο Θεού και ευλάβεια, και μάλιστα να διατηρούν την χάρη του Θεού μαζί με τη χάρη της Ιεροσύνης, για να βοηθούν δίπλα στον κόσμο. Και οι επίσκοποι ν’ αγρυπνούνε για το ποίμνιό τους που τους εμπιστεύθηκε ο Χριστός. Ο ίδιος τους τιμούσε όλους και έβαζε μετάνοια και στον πιο μικρό παπά.

Άγιος Παΐσιος, έργο δια χειρός Κωνσταντίνου Ξενόπουλου

Άγιος Παΐσιος, έργο δια χειρός Κωνσταντίνου Ξενόπουλου

Είχε εκκλησιαστικό φρόνημα ο Γέροντας και επειδή ήταν ταπεινός, όταν τον ρωτούσαν για σοβαρά εκκλησιαστική θέματα απαντούσε συνήθως: «Ότι πει η Εκκλησία, εκείνο πρέπει να ακολουθούμε όλοι». Έλεγε ακόμη ότι μόνο για μη σοβαρά θέματα, που δεν έχει πάρει θέση η Εκκλησία, μπορεί να εκφραστεί κανείς.

Είχε όμως θείο ζήλο τον κατ’ επίγνωσιν. Όλα τα είχε ο Άγιος Γέροντας, καθώς έπρεπε, δίχως δηλαδή ακρότητες, οι οποίες ταράσσουν την Μητέρα Εκκλησία. Εθλίβετο πολύ και θύμωνε, όταν άκουε βλάσφημα ρήματα, αντορθόδοξες θεωρίες και ερμηνείες, έστω και αν προέρχονταν από θεολόγους και κληρικούς. Και μιλούσε – δεν σιωπούσε – όταν έπρεπε, και έβλεπε ανθρώπους να ενεργούν κατά της Εκκλησίας και κατά της πατρίδος μας.

Ήταν ολίγων γραμμάτων ο Γέροντας (του Δημοτικού), είχε όμως ευρύτητα πνεύματος και κάλυπτε τους πάντας και εις πάντα. Είχε πλούσια πνευματική πείρα και τον άνωθεν φωτισμό και έτσι το έργο που επιτελούσε ήταν όχι ανθρώπινο αλλά θεϊκό.

Τον ρώτησε κάποιος: «Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Άγιο τον Άγιο Αρσένιο;». Και ο Γέροντας απάντησε: «Είχε αγωνιστικό φρόνημα, ευλάβεια, ταπείνωση, αγάπη, φιλότιμο…». Όλα αυτά τα είχε βέβαια και ο δικός μας Πατήρ, γι’ αυτό και έγινε και αυτός Άγιος. Ιδιαίτερα καλλιέργησε ο Γέροντας την πνευματική αρχοντιά, με την οποία, έλεγε, κυρίως συγγενεύει κανείς με τον Χριστό. Όλα τα άλλα είναι δεύτερα.

Δοσμένος όλος στον Χριστό και στην εικόνα Του, δεν έκανε δικά του σχέδια. Γι’ αυτό και τον πήρε ο Χριστός στο σχέδιο Του: Τον έκανε πνευματικό πατέρα. Και ο πατήρ δεν σκεπτόταν καθόλου τον εαυτό του ούτε καν τον υπολόγιζε. Προτιμούσε πάντα το συμφέρον των άλλων. Αυτό είναι το Ευαγγέλιο, αυτό του δίδαξε ο Χριστός. «Εμείς», έλεγε πολλές φορές, «φτιάχνουμε δικό μας Ευαγγέλιο».

Και επειδή σήμερα, που χαράσσονται οι γραμμές αυτές, είναι και η μνήμη του Αγίου Τύχωνος, καλό μου φάνηκε να παραθέσω ένα γράμμα του Ρώσου παπα-Τύχωνα, πολύ χαριτωμένο, που έστειλε στον υποτακτικό του π. Παΐσιο, όπου τον παρακαλεί να κατέβει από τα Κατουνάκια ψηλά, που ήταν τότε στου Τιμίου Σταυρού το κελλί, να τον βοηθήσει που τον είχε ανάγκη στις τελευταίες ημέρες της ζωής του.

Το αντιγράφω ελάχιστα διορθωμένο:

Ταπεινό πάτερ Παΐσιος
Σκήτη Ἁγ. Βασίλειος Μέγας
π. Τύχων

Ἀγαπητέ π. Παΐσιος
Ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία νά σ’ εὐλογήση.
Παρακαλῶ τώρα ὁ π. Ἀθανάσιος ἔφυγε ἀπό τό σπίτι μου. Τώρα ἐγώ μόνος. Παρακαλῶ κάνε ἀγάπη νά ἔρθης στό δικό μου σπίτι βοηθήσης μέ. Ἐγώ νά γίνω χαρά. Ἐσείς δικό μου παραγυιό.
Παρακαλῶ σέ περιμένω

δικό σου Γέροντα π. Τύχων Καλλιάγρα

Άγια Γεροντάκια! Πόσο μας λείπουν τώρα οι άγιοι αυτού παππούδες! Τώρα εμείς μόνοι. Ας τους παρακαλέσουμε να κάνουν αγάπη, να έρθουν και στα δικά μας σπίτια να μας βοηθήσουν· να μας δώσουν χαρά, να γίνουμε δικά τους παιδιά αληθινά. Έτσι δέχεται κανείς και μεταδίδει και συνεχίζει την παράδοση.

Αυτός ήταν ο π. Παΐσιος ο ταπεινός. Γι’ αυτό και πάντοτε προσηνής, χαρούμενος και γαληνός, συμπαθής, άγρυπνος και αγνός· αποδεικνύων δι’ όλης του της βιοτής της ξένης και Αγγελικής ότι «τοῖς ἐρημικοῖς ζωή μακάρια ἐστι, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις» (Αναβ. πλ. α΄).

Κοιμήθηκε ο Άγιος Γέροντας στις 12 Ιουλίου 1994 (Ν.Η.), όταν στο Άγιον Όρος εόρταζαν την μνήμη των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Ίσως να μην ήταν τυχαίο. Έζησε και ο Πατήρ «ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν κόποις ὑπερβαλλόντως, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν ἀγάῆ ἀνυποκρίτῳ, ἀεί χαίρων, ὡς μηδέν ἔχων καί τα πάντα κατέχων» (βλ. Β΄ Κορ. 6, 4-10), μιμούμενος τον μέγαν Παύλον, και εφίλησε τον Χριστόν πλείον πάντων ημών κατά τον κορυφαίον Πέτρον.

Χειρόγραφο σημείωμα του Αγίου Παϊσίου,  το οποίο είχε τοποθετήσει σε πλαστικό δοχείο που παρείχε  σταμπωτά εικονάκια από το εργόχειρό του για να μοιραστούν  μετά την κοίμηση του.

Χειρόγραφο σημείωμα του Αγίου Παϊσίου,
το οποίο είχε τοποθετήσει σε πλαστικό δοχείο που παρείχε
σταμπωτά εικονάκια από το εργόχειρό του για να μοιραστούν
μετά την κοίμηση του.

Υπήρξε γνήσιος Αγιορείτης και ως εκ τούτου άνηκε και αυτός στους φίλους της Παρθένου και του Χριστού εράσμιους θεράποντας (Ακολ. Αγιορειτών). Υπήρξε στους έσχατους τούτους χρόνους, όπου λιγόστεψε η άσκηση, καύχημα της Αθωνικής Πολιτείας και δόξα της Εκκλησίας. Ευωδία Χριστού και χαρά των Αγγέλων. Έλεγχος των απίστων και παραμυθία των πιστών. Τύπος και παράδειγμα των μοναχών και πρέσβυς ακοίμητος του κόσμου παντός.

Και το μεν σώμα του αναπαύεται στα ιερά χώματα της Μονής του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, όπου και ο άγιος του κατοικεί· το δε πνεύμα του αγάλλεται στους ουρανούς με όλους τους αγίους.

Ημείς δε απορφανισθέντες προς καιρόν, ας σπουδάσουμε να τηρήσουμε τα λόγια του, να μιμηθούμε κατά το δυνατόν το παράδειγμά του, για ν’ αξιωθούμε να δούμε και στην άλλη ζωή το φωτεινό πρόσωπό του, να είμεθα κοντά του, πράγμα που και ο ίδιος επιθυμούσε, καθώς στοργικά και πατρικά μας έλεγε: «Εμείς θα έχουμε ακριβή αγάπη εις αιώνας αιώνων». Αμήν.

Πηγή: Εκ Βαθέων, Περιοδική έκδοση Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Γιαννιτσών, Τεύχος 23, Δεκέμβριος 2015

Στοιχεία από την πνευματική βιογραφία του οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου (Α΄μέρος)

υπό του Ιερομονάχου Παϊσίου Αγιορείτου, 

πνευματικού Ιεράς Μονής Αγίου Ιλαρίωνος

Είναι αλήθεια ότι όσα και να γράψει κανείς για τον Γέροντα θα είναι λίγα· γιατί πραγματικά ήταν ανεξάντλητος ο Πατήρ (ο Άγιος πλέον Παΐσιος). Και πάλι αυτά που γνωρίσουμε είναι πολύ λίγα σε σχέση με αυτά που έκρυβε, διότι ο πνευματικός του πλούτος μας είναι εν πολλοίς άγνωστος. Ακόμη και αυτά που υπέπεσαν στην αντίληψή μας, είναι είτε διότι η χάρις του Θεού τον πρόδιδε, είτε διότι ο ίδιος από πολλή αγάπη ταπεινά ας φανέρωνε, για να ωφεληθούμε και εμείς κάνοντας έτσι πνευματική ελεημοσύνη.

Γέρων Παΐσιος, έργο δια χειρός Κωνσταντίνου Ξενόπουλου

Γέρων Παΐσιος, έργο δια χειρός Κωνσταντίνου Ξενόπουλου

Τι πρώτο και τι δεύτερο να σημειώσει κανείς! Εισήλθε στο στάδιο των αρετών με γενναία και νεανική ψυχή και εισήλθαν όλες οι αρετές μέσα του, δίδοντας όμως τα πρωτεία στην ταπείνωση και την αγάπη. Έδωκεν τον εαυτό του εκουσίως εις πάσαν κακοπάθειαν. Αγωνίσθηκε από την αυγή της νεότητός του εώς την δύση του γήρατός του με τον ίδιο ζήλο διατηρώντας άσβεστη την λαμπάδα. Έμπλεως η ζωή του από θεία γεγονότα. Πτωχός και ακτήμων από πάθη και υλικά αγαθά· πλούσιος όμως από αγάπη και χαρίσματα πνευματικά. Ισάγγελος ο βίος του και οι λόγοι του πλήρεις χάριτος αποπνέουν άρωμα πνευματικό. Αυτό το άρωμα και αυτή η ευωδία ξεχύθηκε από μέσα προς τα έξω, και σκόρπισε παντού, και την οσφράνθηκαν όχι μόνο στο Άγιο Όρος, αλλά και σε όλη την Ελλάδα· απλώθηκε και πέραν από αυτής. Γι’ αυτό και έτρεχαν οι πάντες εις την οσμήν τούτου του μύρου· να μεταλάβουν λίγο και να μυρίσουν και αυτοί, ν’ αλλάξει η ζωή τους.

Ταιριάζει εδώ να επαναλάβουμε το του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου: «Ὦ, Ὦ πάτερ, τίς σέ ἰδών οὐκ ἠγάπηκεν, ἤ τίς συντυχῶν σοι οὐ γεγλύκανται;»!

Είχε δίκαιο, λοιπόν, ο παπα-Τύχων, που τον αποκαλούσε «γλυκό Παΐσιο», και όλοι βέβαια γεύθηκαν της γλυκύτητος αυτής, αναλόγως ο καθένας με τη διάθεσή του.

Απολυτίκιο του Αγίου Παϊσίου ποιηθέν από τον Κωνσταντίνο Ξενόπουλο

Απολυτίκιο του Αγίου Παϊσίου
ποιηθέν από τον Κωνσταντίνο Ξενόπουλο

Ελάχιστα πράγματα είχε στο κελλί του ασυγκρίτως λιγότερα στο Σινά. Και τα είχε όμορφα τακτοποιημένα και απλά, καθώς και ο ίδιος ήταν πολύ απλός. Κάποτε έχοντας προ των οφθαλμών του την εικόνα της πτωχείας αυτής έλεγε: «Πῶς μέ ἀναπαύει ἡ εἰκόνα αὐτή!». Πάντα πενίας γέροντα. «Ὦ πενία πλούτου πάροχε» θα έλεγε ο Άγ. Χρυσόστομος. Και η τράπεζα του πολύ λιτή, δίχως τραπέζια και καρέκλες. Ένα τσάι συνήθως με λίγο παξιμάδι, σπανίως δε και κάτι περισσότερο. Την επεσκίαζαν όμως Άγιοι Άγγελοι και ο Δεσπότης αυτών. Πλούσια όμως χόρταινε τα παιδιά του και τους επισκέπτες του με την άφθονη αγάπη και τον υπέρ μέλι και κηρίον λόγο του. Ω, πόση ανάπαυση αισθάνονταν οι άνθρωποι κοντά του! Όλοι κατέβαιναν προβληματισμένοι και πεφορτισμένοι και επέστρεφαν χαρούμενοι και ανάλαφροι κατά το ψαλμικόν: «Πορευόμενοι ἐπορεύοντο καί ἔκλαιον, ἐρχόμενοι δέ ἤρχοντο ἐν ἀγαλλιάσει» (ψαλμ. 125,6). Τι χάρισμα και αυτό να ξεκουράζει τις ψυχές!

Γνωστός ιατρός κατηφόρισε στο Γέροντα πνιγμένος στη θλίψη και τη στεναχώρια, έτσι που δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη, μόνο μπόρεσε να πει «Γέροντα» και κόπηκε η φωνή του. «Καλά», του λέει ο πατήρ και μπήκε στο κελλί του, και μετά από δεκάλεπτη προσευχή βγήκε και του λέει «Τώρα μπορείς να μιλήσεις;». «Μπορώ, αλλά δεν χρειάζεται, είμαι μια χαρά. Φεύγω». Και έτρεχε την οδό αυτού χαίρων.

Κελλί Τιμίου Σταυρού, Άγιον Όρος

Κελλί Τιμίου Σταυρού, Άγιον Όρος

Αλλά εδώ ας μιλήσουν καλύτερα τα πλήθη των ανθρώπων που ευεργετήθηκαν ποικιλοτρόπως. Και να διηγηθούν πως άλλοι θεραπεύτηκαν από καρκίνο ή άλλες ανίατες ασθένειες, και άλλοι πως σώθηκαν από βέβαιο θάνατο. Άλλοι πάλι που χρόνια δεν έκαναν παιδιά, πως με την προσευχή του απέκτησαν, όταν ήταν εν ζωή, αλλά και μετά θάνατον. Γνωστό ζευγάρι έγραψαν στον τάφο επάνω στο χώμα «Πάτερ Παΐσιε, θέλουμε παιδί», και σ’ ένα χρόνο το είχανε στην αγκαλιά τους. Πλήθος ανεξομολόγητοι με την προτροπή του έβαλαν αρχή και ζούνε χριστιανική ζωή. Άνθρωποι, νέοι κυρίως, απελπισμένοι από τη ζωή και έτοιμοι για αυτοκτονία αίφνης είδαν μπροστά τους το φως της ελπίδος με μία συνάντηση που είχαν με τον Γέροντα. Άλλοι που έπασχαν από ψυχολογικά, φοβίες κ.λπ. μ’ ένα μόνο γράμμα που του έστειλαν, συνήλθαν. «Γέροντα», του είπε κάποιος από αυτούς, «άν σε βλέπω κάθε τρεις μήνες, δε χρειάζομαι κανένα φάρμακο!». Δαιμονισμένοι ελευθερώθηκαν με τη σφιχτή του αγάπη, ναρκομανείς καθαρίσθηκαν, αναρχικοί σωφρονίσθηκαν, και έκαναν ωραίες οικογένειες. Άλλοι πάλι από την αμαρτία πλύθηκαν και λευκάνθηκαν και δεν ξαναμολύνθηκαν. Σε κάποιους φανέρωσε κάτι από την ζωή τους και προσήλθαν στο Χριστό, οι πιο φλογεροί από αυτούς έγιναν και μοναχοί. «Γέροντα», του είπε κάποιος, «θέλω να γίνω μοναχός». «Τραγούδησε μία φορά το «έχε γεια καημένε κόσμε» και τρέχα» του απάντησε αυτός που άφησε πίσω του τον κόσμο ανεπιστρεπτί και με αυταπάρνηση και ξενιτεία έζησε στην έρηνο, στη μοναξιά τα χρόνια τα νεανικά, και την οποία ξενιτεία επιθυμούσε μέχρι και τα γηρατειά.

Πηγή: Εκ Βαθέων, Περιοδική έκδοση Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Γιαννιτσών, Τεύχος 23, Δεκέμβριος 2015

Ο Μέγας Αντώνιος

Σκηνές από τον βίο του αγίου Αντωνίου. Έργο Κ. Ξενόπουλου, σε εξέλιξη

Ἔχει τι μεῖζον οὐρανὸς καὶ τῶν Νόων,
Ἔξαρχον Ἀντώνιον Ἀσκητῶν ἔχων.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Ἀντώνιον ἔνθεν ἄειραν.

Ο Μέγας Αντώνιος γεννήθηκε το 251 μ.Χ. στην Άνω Αίγυπτο, σε ένα μικρό χωριό, ανατολικά της όχθης του ποταμού Νείλου, στη Νότιο Μέμφιδα, από πλούσιους και ενάρετους γονείς, τους οποίους έχασε στην ηλικία των 18 ετών και αφοσιώθηκε στη φροντίδα της μικρής αδελφής του, αλλά και στη μελέτη της μυστικής θεωρίας των μοναχών της ερήμου. Ο θάνατος των γονέων του, τον έβαλε στην αρχή σε λύπη και σε βαθύ συλλογισμό. Κατάλαβε πόσο μάταιος είναι τούτος ο κόσμος και πόσο γρήγορα είναι το πέρασμα του άνθρωπου από την προσωρινή αυτή ζωή. Έτσι, γρήγορα αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και αναχώρησε για την έρημο, αφού πρώτα τακτοποίησε την αδελφή του και μοίρασε την μεγάλη πατρική περιουσία στους φτωχούς της περιοχής του.
Στην έρημο παίδευσε την ψυχή του και τιθάσευσε τα πάθη του, φτάνοντας στα ανώτατα όρια της άσκησης, ώστε η ψυχή του μπορούσε να εξέρχεται του σώματός του, ενώ βρισκόταν ακόμη εν ζωή.

Κατά το 285 μ.Χ., θέλησε ν’ απομακρυνθεί περισσότερο από τον κόσμο. Ο Άγιος Αντώνιος ξεκίνησε για το σκληρό και δύσκολο δρόμο της ασκήσεως. Πέρασε τον Νείλο και προχώρησε προς τα βουνά της δεξιάς όχθης, που προεκτείνονται προς την Αραβία.

Το όνομα του Μεγάλου Αντωνίου έγινε ξακουστό. Ο θαυμασμός, για την αυστηρή ζωή, παρακίνησε πολλούς να πάνε να τον δουν. Πολλοί μοναχοί, τον έβλεπαν σαν φωτεινό παράδειγμα αγίας ζωής και ήθελαν να τον μιμηθούν. Όταν, λοιπόν, έμαθαν πού βρίσκεται, έτρεξαν πολλοί με χαρά κοντά του. Κοίταξαν με απορία το κοκαλιάρικο σώμα του και τα έχασαν. Αρκετοί, που έπασχαν από αρρώστιες, μόλις τον είδαν, γιατρεύτηκαν. Πολλοί δαιμονισμένοι λυτρώθηκαν από τα δεσμά του διαβόλου.

Ο Μέγας Αντώνιος, όλους τους δίδασκε. Δεν ήξερε βέβαια γράμματα, αλλά ο λόγος του ήτανε «ἅλατι ἠρτυμένος». Όσοι τον άκουγαν, ένοιωθαν αμέσως γαλήνη στην καρδιά. Μεγάλωνε ο έρωτάς τους για την αρετή. Έφευγε από το σώμα τους η τεμπελιά για τους πνευματικούς αγώνες και από την ψυχή τους ο καταστρεπτικός εγωισμός. Μάθαιναν όλοι τους, πώς να καταφρονούν τους πειρασμούς του πονηρού διαβόλου και πώς να πλησιάζουν περισσότερο τον Χριστό.

Το 338 μ.Χ. στα βαθειά του γεράματα, η Ορθοδοξία ζήτησε τη βοήθειά του. Οι Αρειανοί τάραξαν τη γαλήνη της Εκκλησίας και προσπάθησαν να παραποιήσουν την πίστη. Οι παρακλήσεις των επισκόπων και των μοναχών να πάρει μέρος σ’ αυτή την μάχη κατά του Αρειανισμού τον ξεσήκωσαν. Κατέβηκε τότε από το βουνό ο Άγιος και πήγε προς την Αλεξάνδρεια. Εκεί, πολέμησε με ζωτικότητα την αίρεση. Αποκήρυξε τους Αρειανούς και την αίρεση τους, την οποία ονόμασε «πρόδρομο του Αντίχριστου».

Ο Άγιος παρέδωσε την μακάρια ψυχή του στον μισθαποδότη Θεό σε ηλικία 105 ετών. Αν και, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από τις τελευταίες επιθυμίες του ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που μόναζαν κοντά του έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 17 Ιανουαρίου.

Ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο για να διαβάσετε ένα παλαιότερο άρθρο, σχετικό με το βιβλίο του κ. Κωνσταντίνου Ξενόπουλου και της κ. Αναστασίας Τσορμπατζίδου, «Ο Άγιος Αντώνιος στη Βυζαντινή τέχνη» που αποτελεί απαραίτητο εφόδιο για όσους ασχολούνται με την αγιογραφία, ιδιαίτερα για τους νέους σπουδαστές και τους αρχάριους της Βυζαντινής τέχνης.

άγιος-αντωνιος1

Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος

unnamed-3

Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, έργο Κ.Ξενόπουλου, αντίγραφο εκ του Πρωτάτου

Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος αποτελεί ορόσημο και ταυτόχρονα γέφυρα μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ήταν ο τελευταίος προφήτης που ανάγγειλε την έλευση του Ιησού Χριστού. Υπήρξε δε ο μόνος από τους προφήτες που αξιώθηκε να συναντήσει τον Χριστό αφού έζησε στα χρόνια Του.

Πατέρας του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου ήταν ο Ιερέας Ζαχαρίας και μητέρα του η ενάρετη Ελισάβετ. Η μητέρα του ήταν στείρα και για τον λόγο αυτό το ζευγάρι ήταν άτεκνο. Τόσο ο Ζαχαρίας όσο και η Ελισάβετ ήταν σε μεγάλη ηλικία όταν ο άγγελος Γαβριήλ ανακοίνωσε στον Ζαχαρία ότι θα αποκτήσει με την Ελισάβετ ένα αγοράκι το οποίο θα πρέπει να βαπτίσει Ιωάννη. Ο Ζαχαρίας δεν πίστεψε στα λόγια του Γαβριήλ και γι’ αυτό τιμωρήθηκε να μείνει μουγκός έως την ημέρα που θα βαπτιζόταν το παιδί που θα έφερνε στον κόσμο η Ελισάβετ. Και έτσι έγινε. Γεννήθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και οκτώ ημέρες μετά την γέννηση του όταν ζητήθηκε από τον πατέρα να φανερώσει το όνομα του παιδιού, εκείνος έγραψε σε μια πινακίδα «Ιωάννης» και αμέσως επανήλθε η ομιλία του.

Ο Άγιος από μικρή ηλικία αποσύρθηκε στην έρημο όπου ζούσε ασκητικά. Τρεφόταν σαν πουλί με ακρίδες και μέλι. Για τον λόγο αυτό πολλές εικόνες τον παρουσιάζουν με φτερούγες. Έχοντας περάσει έτσι το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του, εγκαταλείπει την έρημο και εγκαθίσταται στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού. Εκεί συνεχίζει το κήρυγμα για την έλευση του Σωτήρα και συγχρόνως βαπτίζει πολλούς από αυτούς που έρχονται να τον ακούσουν.

Στον Ιορδάνη πήγε και τον συνάντησε ο Χριστός ζητώντας του να Τον βαπτίσει. Ο Άγιος αναγνωρίζοντας ποιόν έχει απέναντί του, αρνείται να τον βαπτίσει λέγοντας ότι δεν είναι άξιος ούτε τα λουριά από τα παπούτσια Του να λύσει. Ο Ιησούς του λέει έτσι πρέπει να γίνει και τότε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βάπτισε τον Ιησού Χριστό στα νερά του Ιορδάνη ποταμού. Αν και ο ίδιος ο Άγιος θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο, ο Χριστός μιλώντας γι’ αυτόν αναφέρει ότι δεν γεννήθηκε άνθρωπος μεγαλύτερος από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Μετά την βάπτιση αλλά και τον καιρό που ακολούθησε ο Άγιος Ιωάννης «δείχνει» τον Ιησού Χριστό λέγοντας σε όσους τον ακούν ότι Αυτός είναι ο αμνός του Θεού που κουβαλάει στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Παράλληλα συνεχίζει να εκφράζει την αντίθεση του στις πράξεις του ηγεμόνα Ηρώδη Αντύπα. Ο Ηρώδης Αντύπας ήταν γιος του Ηρώδη του Μεγάλου που διέταξε την σφαγή των βρεφών κατά την γέννηση του Ιησού Χριστού. Μεταξύ των πράξεων του Ηρώδη Αντύπα, που κατάγγειλε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ήταν και η μοιχεία που διέπραξε έχοντας σχέση με την γυναίκα του αδερφού του την Ηρωδιάδα. Η Ηρωδιάδα ήταν που παρακίνησε τον Ηρώδη να φυλακίσει τον Άγιο. Βρίσκοντας μάλιστα πρόσφορο έδαφος κατά την διάρκεια μια εορτής καταφέρνει να «ανταλλάξει» τον αποκεφαλισμό του Αγίου με ένα χορό της κόρης της Σαλώμης.

Έτσι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βρήκε τραγικό θάνατο και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο. Το σώμα του Αγίου ενταφιάστηκε από τους μαθητές του. Η δε κεφαλή του, μετά από εντολή της Ηρωδιάδας, ενταφιάστηκε κοντά στο ανάκτορο του Ηρώδη στην Μαχαιρούντα. Εκεί βρέθηκε από δύο μοναχούς στους οποίους είχε εμφανιστεί, σε όνειρο, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Η Τίμια Κεφαλή του Αγίου χάθηκε μετά τον θάνατο των μοναχών και βρέθηκε πάλι στην Μαχαιρούντα όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ουαλεντινιανός. Η Κεφαλή όμως με το πέρασμα των χρόνων ξαναχάθηκε και τελικά βρέθηκε για τρίτη φορά στην πόλη Κόμανα της Καππαδοκίας από έναν ιερέα. Από εκεί μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο αναφέροντας το όνομα του μετά από την Παναγία στις προσευχές και στις δεήσεις.

Στις 7 Ιανουαρίου είναι η εορτή προς τιμήν του.