Όταν ο Κωνσταντίνος Ξενόπουλος προσκλήθηκε στη Γαλλία για να διδάξει για πρώτη φορά στο εξωτερικό τη βυζαντινή αγιογραφία, ήταν μόλις 23 χρονών. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, το όνομά του ήταν ήδη γνωστό χάρη στις ικανότητές του και τη διαδρομή του στην Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία του Αγίου Όρους, από τη θέση του μαθητή, αλλά και από εκείνη του καθηγητή. Λιγότερο γνωστή, ωστόσο, ήταν η ηλικία του και όπως αναφέρει ο ίδιος, όσοι τον υποδέχτηκαν στη Μασσαλία απογοητεύτηκαν βλέποντας έναν νέο αντί για κάποιον γηραιότερο, που θα είχε ενδεχομένως μεγαλύτερη εμπειρία.
“Είδα στα μάτια τους την απογοήτευση, όταν όμως ξεκινήσαμε τα μαθήματα, στα πρώτα δέκα λεπτά άρχισαν να καταλαβαίνουν τι γίνεται και εκεί τους κέρδισα” σημειώνει ο άρχων εικονογράφος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας Κωνσταντίνος Ξενόπουλος, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ–ΜΠΕ.
Αργότερα, βρέθηκε πολλές φορές στο εξωτερικό είτε για να διδάξει είτε για να ζωγραφίσει. Ανάμεσα στα συχνά ταξίδια του στη Φιλανδία, τη Σουηδία, την Αυστρία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου γνώρισε και εντυπωσιάστηκε από το μεγάλο ενδιαφέρον του δυτικού κόσμου για τη βυζαντινή τέχνη.
“Στο εξωτερικό, τόσα χρόνια που διδάσκω, διαπιστώνω ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τη βυζαντινή τέχνη αλλά και για τη θεολογία της εικόνας, κάτι που δεν το συναντώ εδώ. Για κάθε εικόνα που κάνουμε θέλουν να μάθουν το κάθε τι, τι σημαίνουν όσα απεικονίζονται, γιατί απεικονίζονται με αυτόν τον τρόπο, από πού ξεκίνησε η ιστορία της, πότε ξεκίνησε. Για εμάς, όλα αυτά είναι δεδομένα, αλλά για εκείνους είναι σημαντικό να κάνουν κάτι και να ξέρουν γιατί το κάνουν” επισημαίνει χαρακτηριστικά. Αποδίδει, άλλωστε, την εμφανή αυτή στροφή στη βυζαντινή εικόνα στο στοιχείο του μυστηρίου που λείπει, όπως εκτιμά, από τα περίφημα γλυπτά ή από τις περίτεχνες εικόνες των ζωγράφων της Δύσης.
Ως παράδειγμα της επίδρασης του μυστηριακού στοιχείου, φέρνει στο νου του τα λόγια πολλών Λουθηρανών που τον επισκέπτονταν στη Φιλανδία την ώρα που αγιογραφούσε έναν ορθόδοξο ναό. “Με είχε στείλει εκεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος για να ζωγραφίσω έναν ορθόδοξο ναό. Όσο ζωγράφιζα, ερχόταν πάρα πολύ κόσμος, Λουθηρανοί και μου έλεγαν: “αυτό που κάνετε εσείς εδώ, εμείς δεν το έχουμε”. Έλεγαν πως όταν μπαίνει κάποιος στο ναό, βλέπει τους αγίους και αναγκάζεται να προσευχηθεί”.
Μιλώντας για τα στοιχεία της πνευματικότητας, της αγιότητας, της ιεροσύνης, του ρεαλισμού στη βυζαντινή εικονογραφία σχολιάζει ότι μια πολύ καλή βυζαντινή εικόνα κρύβει μέσα της μια ολόκληρη θεολογία και μεταφέρει τον θεατή σε ένα επίπεδο ανώτερο από εκείνο του θαυμασμού της τέχνης. “Βλέπεις μια δική μας Παναγία σε μια βυζαντινή αγιογραφία και αναγκάζεσαι να προσευχηθείς. Εκεί είναι το μυστήριο” εξηγεί.
Θυμάται, εξάλλου, τη συζήτηση που είχε με έναν Λουθηρανό επίσκοπο που τον ρωτούσε πώς βιώνει την τέχνη του. “Με ρωτούσε από πού πηγάζει όλο αυτό και του απαντούσα, ότι η αγιογραφία βγαίνει από μέσα μου, επειδή πιστεύω σε αυτό. Τότε μου απάντησε: “εσείς οι Ορθόδοξοι δεν ξέρετε τι πίστη έχετε γιατί αν ξέρατε θα ήσασταν όλοι στην εκκλησία”.
Αναφερόμενος στην προσωπική του διαδρομή αποκαλύπτει ότι ήθελε από παιδί να γίνει ιερέας. Όταν έμεινε ορφανός, στην ηλικία των 11 χρόνων, ο διευθυντής του ορφανοτροφείου του πρότεινε να επισκεφθεί την Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιον Όρος. Αυτή ήταν και η καθοριστική αλλαγή της διαδρομής του καθώς μαθήτευσε από τα 13 και δέχτηκε σημαντικές επιδράσεις από τους δασκάλους του, Ιωάννη Βράννο και πατέρα Δαμασκηνό Ροδάκη.
“Από εκεί και πέρα, όμως, όλο το Άγιον Όρος είναι ένα σχολείο. Οπουδήποτε και να πήγαινε κανείς έβλεπε αγιογράφους να ζωγραφίζουν ή μοναστήρια με υπέροχες εικόνες και τοιχογραφίες. Εκείνη την εποχή φωτογραφική μηχανή δεν ήταν εύκολο να έχεις, ούτε βιβλία, ούτε χρήματα για να αγοράσεις. Δεν υπήρχε ούτε η πληθώρα των βιβλίων που έχουμε σήμερα. Θυμάμαι ότι πήγαινα στα μοναστήρια και έψαχνα να βρω αγίους που δεν τους ήξερα. Όταν επέστρεφα στη σχολή καθόμουν και τους ζωγράφιζα από μνήμης καθώς δεν είχα τη δυνατότητα να τους φωτογραφήσω. Έτσι έμαθα και σχέδιο” λέει.
Σχετικά με τους δεσμούς του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας σημειώνει ότι το 1983 γνώρισε τον Μακαριστό Πατριάρχη Δημήτριο. Συνεργάστηκε μαζί του πολλά χρόνια και ακόμη και τώρα συνεργάζεται με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Με το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας συνδέθηκε από το 2000 οπότε γνώρισε τον Μακαριστό Πατριάρχη Πέτρο. “Συνεργάστηκα μαζί του μέχρι που έγινε το δυστύχημα και συνεχίζουμε με τον νυν Πατριάρχη κ. Θεόδωρο” σημειώνει.
Για τα σεμινάρια που κάνει στην Ελλάδα, αλλά και τη διδασκαλία της αγιογραφίας στους φοιτητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, δηλώνει ότι πολλά παιδιά, μέσα από την επαφή τους με την αγιογραφία, αρχίζουν να εκδηλώνουν επαγγελματικό ενδιαφέρον και αυτό δεν είναι κακό, όπως λέει. “Τόσα χρόνια, η αγιογραφία έχει ζήσει πολύ κόσμο και στην κρίση τώρα πάλι οι αγιογράφοι έχουν δουλειά. Μπορεί να αναγκάζονται να κατεβάσουν τις τιμές, όμως πολλοί στρέφονται στην εκκλησία και ακόμη και από το υστέρημά τους κάνουν κάποια εικόνα” σημειώνει.
Για τον εαυτό του, ο Κωνσταντίνος Ξενόπουλος δηλώνει “θεό-τρελος με την τέχνη” και αναφέρει ότι κάθε φορά επιθυμεί να δοκιμάζει κάτι καινούριο. Σε αυτό το πλαίσιο έχει σκοπό, όπως σημειώνει, να κάνει ένα βήμα μπροστά και να δημιουργήσει νέες συνθέσεις αγιογραφίας που θα απεικονίζουν τις μεγάλες γιορτές της Ορθοδοξίας, με σεβασμό πάντα στην θεολογία της εικόνας και την Αγία Γραφή ώστε να δοθεί μια άλλη διάσταση στην τέχνη, όχι τόσο στατική.
Απευθυνόμενος τέλος σε όσους επιθυμούν να ασχοληθούν με την αγιογραφία σημειώνει: “Η αγιογραφία είναι ολόκληρος ωκεανός. Θα τη μάθεις μόνο όταν δεν την κάνεις για να βγάζεις χρήματα. Αν θέλεις να είσαι καλλιτέχνης θα έρθουν τα χρήματα, αλλά μην το κάνεις αυτό από την πρώτη στιγμή”.
Π. Γιούλτση