Προηγούμενη δημοσίευση: http://ow.ly/Ti7kO
Η ορθόδοξη εικονογραφία μας ζωγραφίζει κάθε «υπόθεση» από τη ζωή του Χριστού, όχι μονάχα κατά την περιγραφή του Ευαγγελίου, αλλά και κατά το πνεύμα του, με αυστηρότητα, λιτότητα, ιερατικότητα και πνευματική, εσωτερική μεγαλοπρέπεια, δηλαδή όχι σαν θέμα, αλλά σαν μυστήριο.
Για τούτο, η μονάχη ζωγραφική που ταιριάζει στη χριστιανική θρησκεία, η μονάχη που μπόρεσε να εκφράσει την πνευματική ουσία του Ευαγγελίου, είναι η βυζαντινή αγιογραφία, ήγουν η λειτουργική τέχνη της Ανατολής».
Με τους μαθητές και συνεργάτες του αναλαμβάνει την ιστόρηση ενοριακών ναών της πρωτεύουσας, όπως το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου κάτω από το ναό του Αγίου Κων/νου Ομόνοιας, το ναό του Αγίου Χαραλάμπους στο Πολύγωνο, το ναό του Αγίου Γεωργίου Κυψέλης και το ναό του Αγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων.
Επίσης στο έργο του περιλαμβάνεται η ιστόρηση ναών και στην υπόλοιπη Ελλάδα καθώς και αρκετών ιδιωτικών παρεκκλησίων, αλλά και η αγιογράφηση χιλιάδων φορητών εικόνων με τη συνεργασία και βοήθεια των μαθητών του.
Έργα του βρίσκονται σε Μουσεία, Ιδιωτικές Συλλογές, Πινακοθήκες, σε Εκκλησίες, Μοναστήρια και δημόσιες υπηρεσίες στην Ελλάδα, τη Σκανδιναβία, την Αμερική και την Αυστραλία.
Μεγάλο είναι και το συγγραφικό του έργο για το οποίο απέσπασε τις καλύτερες κριτικές και από μεγάλους Έλληνες λογοτέχνες.
Το 1960 μας αφήνει σαν πολύτιμη παρακαταθήκην το δίτομο έργο του «ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ» το οποίο αφιερώνει «εις μνήμην των ανωνύμων αγιογράφων, όπου εζωγράφισαν με τας αγιασμένας χείρας των το πλήθος των εκκλησιών όπου καταστολίζουν την Ελλάδα».
Στο προοίμιο του έργου γράφει: «Η Πάντιμος τέχνη της Εικονογραφίας της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι μια τέχνη ιερά και λειτουργική, όπως είναι όλαι αι εκκλησιαστικαί τέχναι, όπου έχουν σκοπόν πνευματικόν. Αι άγιαι αυταί τέχναι δεν θέλουν να στολίσουν μόνον τον ναόν με ζωγραφικήν, δια να είναι ευχάριστος και τερπνός εις τους εκκλησιαζομένους ή να τέρψουν την ακοήν των με την μουσικήν, αλλά να τους ανεβάσουν εις τον μυστικόν κόσμον της πίστεως…».
Στηριζόμενος στην «ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» του Διονυσίου του εκ Φουρνά των Αγράφων και στην πείρα που είχε αποκτήσει από την εργασία τόσων ετών στις εκκλησίες και τις φορητές εικόνες, αλλά και από τη μελέτη παλιών βιβλίων και χειρογράφων σε βιβλιοθήκες μοναστηριών και αλλού, δίνει στο έργο του αυτό τα απαραίτητα θεωρητικά και πρακτικά στοιχεία που θα ασκούσαν πλέον μεγάλη επιρροή στους νέους αγιογράφους.
Το 1961 του απονέμεται το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος και το 1962 το βραβείο Πουρφίνα.
Το 1965 η Ακαδημία Αθηνών τον τιμά με την ανώτατη διάκριση της «το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών» διότι «το έργον του επιφανούς τούτου συγγραφέως έχει πλέον καταστή κεφάλαιον σημαντικόν των συγρόνων Ελληνικών Γραμμάτων… Και ως αγιογράφος είναι εις εκ των πρωτεργατών της στροφής της ελληνικής κοινωνίας προς την Τέχνην αυτήν (την Βυζαντινήν), την οποίαν όλοι σήμερον θαυμάζουν…» όπως αναφέρεται στα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών.
Ως προς το τελευταίο, την συμβολή του δηλαδή στην αναβίωση της ορθοδόξου εικονογραφίας αξίζει να αναφερθεί ότι ακόμη και στο Άγιο Όρος, την Κιβωτό αυτή της ορθοδόξου παραδόσεως, η τεχνική της Αγιογραφίας είχε ξεφύγει από την βυζαντινή παράδοση με την εισβολή της ιταλορωσικής ζωγραφικής που χαρακτηρίζεται από τη ζαχαρένια ωραιοφάνεια των προσώπων.
Η επιστροφή και πάλι σ’ αυτήν έγινε μετά τη μαθήτευση του αγιορείτη γέροντα Μελετίου Συκιώτη κοντά στο μργάλο δάσκαλο Φώτη Κόντογλου.
Ο Κωστής Μπαστιάς, φίλος και ομότεχνός του έγραψε ότι «Αν σήμερα υπάρχει μια στροφή προς τη Βυζαντινή αγιογραφία κι αν οι εκκλησιές ζητούν Βυζαντινή αγιογράφηση, αυτή η στροφή είναι έργο των αποστολικών αγώνων του Φώτη Κόντογλου. Χωρίς αυτόν οι εκκλησιές θα συνέχιζαν να παρουσιάζουν ιταλικές χαλκομανίες με την πρωτοβουλία των ανίδεων και των χλιαρών, που δεν αγαπούν αληθινά την ευπρέπειαν του Οίκου του Κυρίου». («Ο Αγιορείτης της Αθήνας», Εικόνες, Δεκέμβριος 1955).
Έντονη ήταν όμως και η παρουσία του στην εκκλησιαστική και θρησκευτική ζωή με τη δυναμική του αρθρογραφία και το ομολογητικό συγγραφικό του έργο. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος την ημέρα του θανάτου του κατά τον επικήδειο είπε ότι «θα ηδύνατο, χωρίς υπερβολή, να καταταγή, μεταξύ των Αγίων και Ομολογητών της πίστεως.
Σε ένα χειρόγραφό του που εκδόθηκε μετά το θάνατό του το 1977, γράφει: «Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίσθηκα για να αποκτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίσθηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας Του. Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου αδίκησα κατά το πνεύμα του κόσμου. Μ’ όλο που είχα ένα όνομα και πολλούς θαυμαστές, ποτέ δεν τα μεταχειρίσθηκα για ωφέλειά μου, τόσο, ώστε ν’ απορούν οι γνωστοί μου κι οι ξένοι. Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο που έβαλα για σκοπό μου και στον σκληρόν αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυραννιστήκαμε και τυραννιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή. Μα με την ελπίδα του Θεού όλα γαληνεύουν. Όλα τα θλιβερα τα περνούμε με ευχαριστία. Ξέρω πως όσα βάσανα μας έρχονται, μας έρχονται γιατί δεν πέσαμε να προσκυνήσουμε τον διάβολο να καλοπεράσουμε παρά ακολουθούμε Εκείνον που μας δείχνει την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, και σ’ αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούμε πρόθυμα».
Σε μια επιστολή του στις 25 Αυγούστου 1964 λέει: «Έγραψα ένα νέο ψαλτήρι. Αφήνω τη δουλειά μου που μου δίνει και τα μέσα να ζήσω κι υποφέρουμε υλικά, για να κάνω το πνευματικό έργο μου. Πάντα σιχαινόμουνα τα χρήματα και το φιλάργυρο περισσότερο κι απ’ το φονιά αλλά τώρα ανατριχιάζω βλέποντας τη λύσσα που έχει πιάσει τον κόσμο. Αυτοί οι σατανόψυχοι, οι Ευρωπαίοι κι οι Αμερικάνοι, είδες πώς λατρεύουν το χρήμα; Όλοι είναι συμφεροντολόγοι. Για το συμφέρον σκοτώνουν και τον πατέρα τους, όχι θα αφήσουν την Κύπρο.
Μαμμωνάς ο μέγας και ένδοξος. Γι’ αυτό όσα παίρνω από τη δουλειά μου, που ʾναι σκληρή η περισσότερη απάνω στη σκαλωσιά, στην ηλικία που είμαι, τα ξοδεύουμε για τους φτωχούς και κρατάμε όσα για να ζήσουμε. Δεν αφήνουμε τίποτα. Δεν έχω μήτε σύνταξη, μήτε πεντάρα. Αφηνόμαστε στον Κύριο. Ή πιστεύουμε ή δεν πιστεύουμε».
Στον Φώτη Κόντογλου, στον ομολογητή αυτόν της Ορθοδοξίας, έλαχε ο κλήρος για την αναβίωση της Παντίμου Ορθοδόξου Αγιογραφίας. Δεν θα μπορούσε να είχε γίνει και διαφορετικά.
Αυτό ήταν άλλωστε και το σημαντικότερο έργο του, η ανεκτίμητη προσφορά του.
Όπως λέει ο Νίκος Ζίας «έσχατο κριτήριο κάθε έργου είναι ο χρόνος. Το έργο του Φώτη Κόντογλου δείχνει όχι μόνο να αντέχει, αλλά και να κερδίζει τη μάχη».
Ο Φώτης Κόντογλου είναι δίπλα μας. Είναι παρών με το μεγάλο του έργο. Κάποιος ίσως μας περιμένει και στο μέλλον.
Πιστεύω πως χρέος ελάχιστο στην άσβηστη μνήμη του είναι να κλείσει το μικρό αυτό πόνημα με ταπαρακάτω λόγια του: «Βλέπω με μεγάλη χαρά και παραξενεύομαι μάλιστα πώς τόσοι πολλοί άνθρωποι προ πάντων νέοι (που πάντα οι νέοι σα νέοι που είναι θα θέλανε φανταχτερά πράγματα, θεωρίες κλπ.) να μ’ αγαπούν και νάρχονται να με δουν ενώ μεταχειρίστηκα τα πιο απλά μέσα για να κάνω τέχνη…
Λοιπόν το να κερδίζεις τους ανθρώπους με τόσο ταπεινά πράματα είναι παράξενο και με χαροποιεί. Ό,τι έκανα τόκανα στ’ όνομα της απλότητας».
ΤΣΕΣΜΕΤΖΗ ΜΙΛΤΙΑΔΗ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Φώτης Κόντογλου – Νίκου Ζία. Έκδοση Εμπορικής Τράπεζας 1991.
2. Κιβωτός – Εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ» 1991.
3. Μνήμη Κόντογλου – Εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ» 1975.
4. Βασάντα – Φωτίου Κόντογλου. Εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ» 1986.
5. Φώτης Κόντογλου, αναδρομική έκθεση 1986. – Έκδοσις Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης.
6. Ταξείδια – Φωτίου Κόντογλου. Εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ» 1981.
7. Φώτης Κόντογλου εν εικόνι διαπορευόμενος. Έκδοσις «ΑΚΡΙΤΑΣ» 1995.
8. Έκφρασις – Φωτίου Κόντογλου. Εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ» 1960.
9. Μυστικά Άνθη – Φωτίου Κόντογλου. Εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ» 1992.
10. Κόπος και Σπουδή – Κώστα Ξενόπουλου. Έκδοσις Καραπιπερείου Σχολής Βυζαντινής Αγιογραφίας 1996.
11. Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες – Φωτίου Κόντογλου. Επιμέλεια Ι. Μ. Χατζηφώτης. Έκδοσις Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ» 1990.
12. Η πονεμένη Ρωμιοσύνη – Φωτίου Κόντογλου. Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» 1984.